- εὐδιάκριτα
- εὐδιάκριτοςeasy to distinguishneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
γέγωνα — (Α) 1. μιλώ ή φωνάζω δυνατά 2. αποτείνομαι σε κάποιον με δυνατή φωνή 3. ομιλώ ευδιάκριτα, καθαρά 4. ψάλλω, υμνώ 5. διαλαλώ, διακηρύσσω, δηλώνω αρχ. μσν. φρ. «γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ» με δυνατή φωνή, όχι χαμηλόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος παρακμ. με σημ.… … Dictionary of Greek
δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… … Dictionary of Greek
διόδους — Γένος ψαριών της οικογένειας των διοδοντιδών, της τάξης των τετραοδοντοειδών, του είδους diοdon holacanthus. Ονομάζεται και σκαντζόχοιρος της θάλασσας γιατί το σώμα του καλύπτεται από αγκάθια, τα οποία ανασηκώνονται όταν το ψάρι βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… … Dictionary of Greek
ευδιάκριτος — η, ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, ον) αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός μσν. διακριτικός, ευγενικός μσν. αρχ. αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος. επίρρ... ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως) με τρόπο ώστε να διακρίνεται … Dictionary of Greek
θαμπός — και θαμβός, ή, ό (Μ θαμβός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που έχει θολή επιφάνεια, αυτός που έχει υποστεί απώλεια ή μείωση τής στιλπνότητας ή τής διαύγειας του («θαμπός καθρέφτης») 2. αυτός που δεν διακρίνεται με σαφήνεια («θαμπή εικόνα») 3. (για την… … Dictionary of Greek
καθαρόγλωσσος — η, ο αυτός που μιλά ευδιάκριτα, αυτός που έχει καθαρή και ακριβή προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. βραδύ γλωσσος, ξενό γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek